- ασυρματιστής
- οαυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ήταν ασυρματιστής σ' ένα υπερωκεάνιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασυρματιστής — ο θηλ. ασυρματίστρια [ασύρματος] τηλεγραφητής σε ασύρματο … Dictionary of Greek
μαρκόνης — και μαρκονιστής, ο, θηλ. ισσα ο ασυρματιστής πλοίων τού εμπορικού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Ιταλού εφευρέτη τού ασύρματου τηλεγράφου G. Marconi] … Dictionary of Greek
Καββαδίας, Νίκος — (Χαρμπίν Μαντζουρίας 1910 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Ασυρματιστής σε πλοία, ο Κ. ταξίδεψε πολύ και με την έντονη ποιητική του ευαισθησία έγραψε ιδιαίτερα αξιόλογα ποιήματα, που τον καθιέρωσαν μεταξύ των… … Dictionary of Greek